υποθήκευση

υποθήκευση
η, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποθηκεύω, η εγγραφή υποθήκης σε ακίνητο περιουσιακό στοιχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποθηκεύω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποθήκευσις, μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νόμοτεχνικὸν Ιταλοελληνικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υποθήκευση — η η εγγραφή υποθήκης (βλ. λ.) σε ακίνητο περιουσιακό στοιχείο: Έκανε υποθήκευση στο διαμέρισμά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποτίμηση — η (AM ἀποτίμησις) νεοελλ. υπολογισμός και καθορισμός της αξίας ενός πράγματος, εκτίμηση αρχ. μσν. αξία, αντίτιμο αρχ. 1. ενεχυριασμός περιουσίας, υποθήκευση 2. απογραφή πληθυσμού …   Dictionary of Greek

  • μεσιτεία — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα άτομο δίνει εντολή σε ένα άλλο άτομο (μεσίτη) να μεσολαβήσει ή να υποδείξει ευκαιρία για τη σύναψη μιας άλλης σύμβασης (αγοραπωλησία, μίσθωση κλπ.), με την υπόσχεση να καταβάλει ορισμένη αμοιβή στην περίπτωση που… …   Dictionary of Greek

  • υπαλλαγή — η / ὑπαλλαγή, ΝΜΑ [ὑπαλλάσσω] αμοιβαία διαδοχή, εναλλαγή νεοελλ. 1. γραμμ. α) σχήμα λόγου κατά το οποίο χρησιμοποιείται το όνομα τού δημιουργού στη θέση τού δημιουργήματος, αυτό που περιέχει κάτι αντί για το περιεχόμενό του και αντιστρόφως, το… …   Dictionary of Greek

  • υποθηκεύσιμος — η, ο, Ν (κυρίως για ακίνητο περιουσιακό στοιχείο) αυτός που είναι δυνατόν να υποθηκευθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποθήκευση. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • υπόθεση — η / ὑπόθεσις, έσεως, ΝΜΑ [ὑποτίθημι] 1. αυτό που υποθέτει κανείς, που τό θεωρεί ως πραγματικό ή δεδομένο προκειμένου να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα, εικασία (α. «δεν είμαι σίγουρος ότι θα έρθει, μια υπόθεση κάνω» β. «εἰ ὀρθὴ ἡ ὑπόθεσις ἦν»,… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Λήμνου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Λήμνου στεγάζεται στο διώροφο κτίριο του Διοικητηρίου της Τουρκοκρατίας, στη Μύρινα. Η πλούσια συλλογή του μουσείου περιλαμβάνει ευρήματα από όλη τη Λήμνο, που καλύπτουν χρονολογικά την ιστορία του νησιού από τη… …   Dictionary of Greek

  • κτηματόγραφο — το (νομ.), επίσημο έγγραφο με το οποίο αναγνωρίζεται η κυριότητα, η υποθήκευση κτλ. σε ακίνητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”